- ἀκάπηλος
- ἀκάπηλος, ον,A free from tricks of trade,
βίος Str.11.8.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βίος Str.11.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακάπηλος — ἀκάπηλος, ον (Α) ο ακαπήλευτος … Dictionary of Greek
ἀκάπηλος — free from tricks of trade masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek